χτυποβρόντημα

χτυποβρόντημα
το, -ατος
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χτυποβροντώ, επανειλημμένη ισχυρή κρούση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χτυποβρόντημα — και κτυποβρόντημα, το, Ν [χτυποβροντώ / κτυποβροντώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χτυποβροντώ …   Dictionary of Greek

  • κτυποβρόντημα — το βλ. χτυποβρόντημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”